- διαλλάσσομαι
- διαλλάσσομαι pass.: 3 sg. fut. διαλλαγήσεται 1 Km 29:4; 2 aor. διηλλάγην, impv. διαλλάγηθι; pf. ptc. διηλλαγμένος LXX to be restored to normal relations or harmony w. someone, become reconciled τινί to someone (s. ἀλλάσσω, διαλλαγή, καταλλάσσω, καταλλαγή; Aeschyl.; Pla., Symp. 193c; Thu. 8, 70, 2; Plut., Them. 114 [6, 3]; BGU 846, 10; PGiss 17, 13f; 1 Km 29:4; 1 Esdr 4:31; Jos., Ant. 16, 125; 335) Mt 5:24 (impv. as Vi. Aesopi W 100 P.). Abs. D 14:2.—Cp. act. ‘alter, change’ (Just., D. 10, 3; Ath. 24, 5; Wsd 19:18) or ‘be different’ ἑπτὰ ὄρη τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα En 24:2 (cp. Wsd 15:4 χρώμασι διηλλαγμένοις).—DELG s.v. ἄλλος. M-M. TW. Spicq.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.